- μπόσικος
- η и ια, ο1) ослабленный; распущенный; шаткий, непрочный, неустойчивый; 2) несерьёзный, легкомысленный; не заслуживающий доверия;
μπόσικια κουβέντα — несерьёзный разговор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπόσικια κουβέντα — несерьёзный разговор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπόσικος — η, ο (λ. τουρκ.) 1. χαλαρός: Άφησε μπόσικο το ζωνάρι. 2. μτφ., ανόητος, σαχλός, όχι σοβαρός: Μη θυμώνεις με όσα λέει, είναι μπόσικος άνθρωπος. 3. στον πληθ., τα μπόσικα τα μαλακά μέρη της κοιλιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπόσικος — η, ο, θήλ. και ια 1. χαλαρός, αυτός που δεν είναι στερεός η τεντωμένος 2. επισφαλής, μη σταθερός («πρόσεχε το χώμα, γιατί είναι μπόσικο») 3. (για πρόσ.) ελαφρόμυαλος, μη σοβαρός 4. (για λόγια ή έργα) επιπόλαιος («μπόσικες δουλειές») 5. (το ουδ.… … Dictionary of Greek
μποσικάδα — η [μπόσικος] 1. έλλειψη σταθερότητας, χαλαρότητα, ατονία 2. μτφ. απερίσκεπτος λόγος ή επιπόλαιη πράξη, επιπολαιότητα, ελαφρότητα, απερισκεψία … Dictionary of Greek
μποσικάρω — και μποσκάρω [μπόσικος] 1. κάνω κάτι να γίνει μπόσικο, χαλαρώνω, ξετεντώνω, ξεσφίγγω 2. χαλαρώνομαι, παύω να είμαι τεντωμένος ή στερεά συναρμοσμένος … Dictionary of Greek
μποσικιά — η [μπόσικος] η μποσικάδα … Dictionary of Greek
λάσκος — α, ο (λ. ιταλ.), επίρρ. α χαλαρός, μπόσικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)